- γιάτρεμα
- τοθεραπεία, γιατρειά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γιάτρεμα — το και γιατρεμός, ο θεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γιάτρεμα < αρχ. ιάτρευμα και η λ. γιατρεμός < γιατρεύω] … Dictionary of Greek
γιατρεμός — ο βλ. γιάτρεμα … Dictionary of Greek
ιάτρευμα — ἰάτρευμα, τὸ (ΑΜ) [ιατρεύω] γιάτρεμα, θεραπεία αρχ. (ρητ.) τρόπος που χρησιμοποιούσε ο ρήτορας για αποφυγή τής προκατάληψης τών θεατών … Dictionary of Greek
γιατρεμάς — ο το γιάτρεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)